χρονοκρατορώ

χρονοκρατορώ
-έω, Α [χρονοκράτωρ, -ορος]
αστρολ. δεσπόζω κατά τη διάρκεια ορισμένου χρονικού διαστήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρονοκρατώ — έω, Α αστρολ. χρονοκρατορῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κρατῶ (< κράτης < κράτος), πρβλ. ἱππο κρατῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”